πηγαδάκι

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

το, Ν πηγάδι
1. μικρό πηγάδι
2. μικρός όμιλος, γύρος ομιλητών («συνηθισμένα τα πηγαδάκια στη Βουλή»).