ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
το, Ν πηγάδι1. μικρό πηγάδι2. μικρός όμιλος, γύρος ομιλητών («συνηθισμένα τα πηγαδάκια στη Βουλή»).