πιδαξ

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek (Liddell-Scott)

πῑδαξ: -ᾰκος, ἡ, πηγή, μάχεσθον π. ἀμφ’ ὀλίγης Ἰλ. Π. 825· γῆ ἔπυδρος πίδαξι Ἡρόδ. 4. 198· οὐρειᾶν πιδάκων... ῥοαῖς Εὐρ. Ἀνδρ. 285· π. ῥαγὸς Ἀνθ. Π. 6. 238, πρβλ. 158, 334, κτλ. (Πρβλ. πιδύω, πολυπῖδαξ.)