πολυπῖδαξ

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπῖδαξ Medium diacritics: πολυπῖδαξ Low diacritics: πολυπίδαξ Capitals: ΠΟΛΥΠΙΔΑΞ
Transliteration A: polypîdax Transliteration B: polypidax Transliteration C: polypidaks Beta Code: polupi=dac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, ἡ, with many springs, many-fountained, Ἴδην πολυπίδακα Il.8.47, 14.283, etc.; πολυπίδακος Ἴδης ib.157, 20.59, 218 (v.l. πολυπιδάκου, rejected by Aristarch., but found in h.Ven.54, Cypr.5.5, Pl.Lg.681e, Hsch.); σκοπιαί A.R.3.883.

German (Pape)

[Seite 668] ακος, mit vielen Quellen; Ἴδη, ll. 8, 47 u. öfter; Ap. Rh. 3, 883.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
aux nombreuses sources.
Étymologie: πολύς, πῖδαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπῖδαξ -ακος [πολύς, πῖδαξ] met veel bronnen.

Russian (Dvoretsky)

πολυπῖδαξ: ακος adj. обильный источниками (Ἴδη Hom.).

English (Autenrieth)

ακος: rich in springs. (Il.)

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πῖδαξ, -ακος (πρβλ. μεθυπῖδαξ)].

Greek Monotonic

πολῠπῖδαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλές πηγές, πολλούς πίδακες, σε Ομήρ. Ιλ., λέγεται για το όρος Ίδη.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπῖδαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς πίδακας, πολλὰς πηγάς, Ἴδην πολυπίδακα Ἰλ. Ι. 47, Ξ. 283, κτλ.· πολυπίδακος Ἴδης Ξ. 157, Υ. 59, 218 (μετὰ διαφ. γραφ. πολυπιδάκου, ὅπερ ἀπορρίπτεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου, ἀλλὰ παραμένει ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 54, εὕρηται προσέτι παρὰ τῷ πεποιηκότι τὰ Κύπρια ἔπη ἐν Ἀθην. 682F, καὶ παρ’ Ἡσύχ. ὅστις ἔχει τὴν γενικ. πολυπιδάκου καὶ ἑρμηνεύει: «πολλὰς πίδακας ἐχούσης, τουτέστιν ὑδάτων ἐκβολάς, ἢ πολλὰς πηγάς».

Middle Liddell

πολῠπῖδαξ, ακος,
with many springs, many-fountained, of Mt. Ida, Il.