πιεζοηλεκτρισμός

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(ηλεκτρ.) φαινόμενο κατά το οποίο αναπτύσσεται ηλεκτρεγερτική δύναμη μεταξύ τών παράλληλων επιφανειών ενός κρυστάλλου, όταν αυτός συμπιέζεται κάθετα ως προς τις επιφάνειες αυτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. piezoelectricity < πιέζω + ηλεκτρισμός].