πιθανολογώ
From LSJ
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
Greek Monolingual
πιθανολογῶ, -έω ΝΑ
παρουσιάζω κάτι ως πιθανό, μιλώ βασιζόμενος σε πιθανότητες, εικάζω, θεωρώ κάτι πιθανό, εικοτολογώ («Ἔφορος πιθανολογεῖν μὲν πειρᾱται», Διόδ.)
νεοελλ.
(το παθ. ως απρόσ.) πιθανολογείται
θεωρείται πιθανό, φέρεται ή λέγεται ως πιθανό, εικάζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθανός + -λογώ].