πιθανολογώ

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168

Greek Monolingual

πιθανολογῶ, -έω ΝΑ
παρουσιάζω κάτι ως πιθανό, μιλώ βασιζόμενος σε πιθανότητες, εικάζω, θεωρώ κάτι πιθανό, εικοτολογώ («Ἔφορος πιθανολογεῖν μὲν πειρᾱται», Διόδ.)
νεοελλ.
(το παθ. ως απρόσ.) πιθανολογείται
θεωρείται πιθανό, φέρεται ή λέγεται ως πιθανό, εικάζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθανός + -λογώ].