πικραλίδα

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

η / πικραλίς, -ίδος, ΝΜΑ
το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πικρίς, κατά το καυκαλίς / -ίδα].