πιστοποίησις

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

German (Pape)

[Seite 620] ἡ, Bestätigung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πιστοποίησις: ἡ, βεβαίωσις, λίαν μεταγεν.