πλάγιασμα

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

το, Ν πλαγιάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλαγιάζω, κλίση («το πλάγιασμα τών σταχιών»)
2. κατάκλιση για ύπνο.