πλήγωμα
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Greek Monolingual
το, Ν
(κυριολ. και μτφ.) η ενέργεια κα το αποτέλεσμα του πληγώνω, τραυματισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν Νεοελληνικής Διαλέκτου του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].