πλαγιοδρομία

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ναυτ. ένας από τους συνηθισμένους τρόπους ιστιοδρομίας, κατά την οποία το ιστιοφόρο πλοίο δέχεται τον άνεμο στην πλευρά του, λοξά ως προς τον διαμήκη άξονά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -δρομία (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο-δρομία. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πλαγιοδρομίαι, μαρτυρείται από το 1887 στον Άγγ. Βλάχο].