πλαγιόφαλλος

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλαγιόφαλλος: ὁ, πλάγιος φαλλός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰθύφαλλος, Εὐδοκία σ. 413.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
φαλλός με πλάγια κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φαλλός.