πλαγιόφαλλος

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλαγιόφαλλος: ὁ, πλάγιος φαλλός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰθύφαλλος, Εὐδοκία σ. 413.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
φαλλός με πλάγια κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φαλλός.