πλακοδόντια

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένη τάξη ημιυδρόβιων ερπετών, αντιπρόσωποι της οποίας έζησαν κατά το τριαδικό στην κεντρική Ευρώπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. placodontia (< πλάξ, πλακός + οδούς, οδόντος)].