θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
τα, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένη τάξη ημιυδρόβιων ερπετών, αντιπρόσωποι της οποίας έζησαν κατά το τριαδικό στην κεντρική Ευρώπη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. placodontia (< πλάξ, πλακός + οδούς, οδόντος)].