πλακουτσοκέφαλος

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

και πλατσουκοκέφαλος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει πλατύ, πλακουτσωτό κεφάλι, ο πλατυκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακουτσός + κεφάλι (πρβλ. χοντροκέφαλος). Ο τ. πλατσουκοκέφαλος με μετάθεση].