πλακουτσοκέφαλος
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
Greek Monolingual
και πλατσουκοκέφαλος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει πλατύ, πλακουτσωτό κεφάλι, ο πλατυκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακουτσός + κεφάλι (πρβλ. χοντροκέφαλος). Ο τ. πλατσουκοκέφαλος με μετάθεση].