πλακόδερμοι
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
Greek Monolingual
οι, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένη συνομοταξία αρχέγονων ιχθύων, που έζησαν κυρίως κατά το δεβόνιο, ενώ στο λιθανθρακοφόρο, που ακολούθησε, διατηρήθηκαν δύο μόνο είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. placodermi (< πλάξ, πλακός + δέρμα)].