πλαστείον

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

τὸ, Α
δημιούργημα, κατασκευή, πλάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω (πρβλ. πλάστης) + κατάλ. -εῖον].