πλατυκέρατος

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για ζώα) αυτός που έχει πλατιά κέρατα
2. το θηλ. ως ουσ. η πλατυκέρατη
το ελάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + κέρατο].