πλατυκέρατος

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για ζώα) αυτός που έχει πλατιά κέρατα
2. το θηλ. ως ουσ. η πλατυκέρατη
το ελάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + κέρατο].