πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
Full diacritics: ποδία | Medium diacritics: ποδία | Low diacritics: ποδία | Capitals: ΠΟΔΙΑ |
Transliteration A: podía | Transliteration B: podia | Transliteration C: podia | Beta Code: podi/a |
ἡ, = πούς II.2, Glossaria, cf. Serv.ad Verg.A.5.830.
ἡ, Α
το κατώτερο τμήμα βουνού, πλοίου ή άλλου ὁγκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ία].