πληθαίνω
From LSJ
Greek Monolingual
και πληθένω Ν
1. αυξάνω κάτι ως προς την ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πληθ-αίνω < αρχ. πληθύνω κατά τα ρ. σε -αίνω (πρβλ. πλατ-αίνω: πλατ-ύνω). Ο τ. πληθ-ένω με κατάλ. -ένω, η οποία προήλθε από νεότερους τύπους παρατατικού (πρβλ. εβάθενα, εβάρενα), οι οποίοι αντικατέστησαν τους τύπους σε -υνα τών ρ. σε -ύνω (πρβλ. εβάθυνα, εβάρυνα), λόγω του ότι οι τ. αυτοί συνέπιπταν με τους αντίστοιχους αορίστους].