πλιθί

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

το, Ν
πλίθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθίον, υποκορ. του πλίνθος, με αποβολή του -ν- (πρβλ. ξυστρί, πορτί)].