ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
το, Νπλίθα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθίον, υποκορ. του πλίνθος, με αποβολή του -ν- (πρβλ. ξυστρί, πορτί)].