πλουτίνδα
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek (Liddell-Scott)
πλουτίνδα: (= πλουτίνδην), Ἐπιγρ. Μεγαρέων ἐν Παγαῖς, L. et F. 17.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (δ. γρφ.) πλουτίνδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτίνδα, ξιφίνδα)].