πλουτίνδα
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
Greek (Liddell-Scott)
πλουτίνδα: (= πλουτίνδην), Ἐπιγρ. Μεγαρέων ἐν Παγαῖς, L. et F. 17.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (δ. γρφ.) πλουτίνδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτίνδα, ξιφίνδα)].