πλουτίνδα

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek (Liddell-Scott)

πλουτίνδα: (= πλουτίνδην), Ἐπιγρ. Μεγαρέων ἐν Παγαῖς, L. et F. 17.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (δ. γρφ.) πλουτίνδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτίνδα, ξιφίνδα)].