πλουτίνδα

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144

Greek (Liddell-Scott)

πλουτίνδα: (= πλουτίνδην), Ἐπιγρ. Μεγαρέων ἐν Παγαῖς, L. et F. 17.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (δ. γρφ.) πλουτίνδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτίνδα, ξιφίνδα)].