πλωριός

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

-ά, -ό, Ν
1. αυτός που βρίσκεται στην πλώρη, πρωραίος («πλωριό κατάρτι»)
2. αυτός που είναι στραμμένος προς την πλώρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωραίος < πρῷρα.