πνευματολογία

Greek Monolingual

η, Ν
έρευνα, μελέτη γύρω από το θέμα της μεσολάβησης τών πνευμάτων στην επικοινωνία του θεού με τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatology (< πνεύμα, -ατος + -λογία)].