πνευματορήτωρ

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

Greek Monolingual

-ωρος, ὁ, Μ
ρήτορας που αγορεύει εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα («τοῦ πνευματορήτορος Παῡλου τὰ ἐπιστόλια», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος+ ῥήτωρ.