πνευμονιόκοκκος
Greek Monolingual
και πνευμονόκοκκος, ο, Ν
ιατρ. γενική ονομασία ομάδας παθογόνων βακτηρίων, ο συχνότερος παθογόνος παράγοντας της πνευμονίας, γνωστός με την επιστημονική ονομασία Streptococcus pneumoniae.
και πνευμονόκοκκος, ο, Ν
ιατρ. γενική ονομασία ομάδας παθογόνων βακτηρίων, ο συχνότερος παθογόνος παράγοντας της πνευμονίας, γνωστός με την επιστημονική ονομασία Streptococcus pneumoniae.