ποδοκοπώ

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source

Greek Monolingual

-έω, Μ
1. κόβω τα πόδια κάποιου
2. μτφ. καταστρέφω τη βάση, τα θεμέλια πύργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -κοπῶ].