μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
-έω, Μ1. κόβω τα πόδια κάποιου2. μτφ. καταστρέφω τη βάση, τα θεμέλια πύργου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -κοπῶ].