ποδοσέρνω

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

Ν
1. σέρνω κάποιον από τα πόδια
2. μέσ. ποδοσέρνομαι
μόλις που σέρνω τα πόδια μου, βαδίζω αργά και με δυσκολία.