ποδοσέρνω

From LSJ

Greek Monolingual

Ν
1. σέρνω κάποιον από τα πόδια
2. μέσ. ποδοσέρνομαι
μόλις που σέρνω τα πόδια μου, βαδίζω αργά και με δυσκολία.