ποδοσφαιρικός
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
Greek Monolingual
-ή, -ό ποδόσφαιρο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ποδόσφαιρο (α. «ποδοσφαιρική ομάδα» β. «ποδοσφαιρικός αγώνας»].