ποδουχώ

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
κυβερνώ, διοικώἐπεὶ στρατὸν εὖ ποδούχει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ουχῶ, μέσω ένος αμάρτυρου ποδοῦχος (< πούς, ποδός + -οῦχος < ἔχω)].