ποδόγυρος
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
ο, Ν
1. ο γύρος, το κράσπεδο του γυναικείου φορέματος
2. μτφ. το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες («όλη μέρα τρέχει πίσω από τον ποδόγυρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + γύρος].