ποικιλόδωρος

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

German (Pape)

[Seite 650] Mannichfaltiges schenkend, an mancherlei Gaben reich, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόδωρος: -ον, ὁ ποικίλα διδοὺς δῶρα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 15.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει ή, κυρίως δίνει, ποικίλα δώρα, αιολόδωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].