ποικιλόυδρος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
φρ. «ποικιλόυδρο φυτό»
βοτ. χαρακτηρισμός κατώτερων ως επί το πλείστον φυτών, όπως ορισμένων φυκών, βρύων, λειχήνων, τών οποίων η περιεκτικότητα σε νερό μπορεί να μεταβληθεί γρήγορα και σε σημαντικό ποσοστό, από 10%
90% του νωπού βάρους τους, ανάλογα με τις συνθήκες του εξωτερικού περιβάλλοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. poikilohydre].