Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Μεπίρρ. τοπ. στην ποίμνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, -μένος + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. αυτόθι)].