πολυάρχιος

From LSJ

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάρχιος Medium diacritics: πολυάρχιος Low diacritics: πολυάρχιος Capitals: ΠΟΛΥΑΡΧΙΟΣ
Transliteration A: polyárchios Transliteration B: polyarchios Transliteration C: polyarchios Beta Code: polua/rxios

English (LSJ)

πολυάρχιον, invented by the physician Polyarchus, μάλαγμα π. Sor.2.32, Gal.13.184.

Greek Monolingual

-ον, Α Πολύαρχος
1. αυτός που έχει εφευρεθεί απ' τον φυσικό Πολύαρχο
2. είδος αλοιφής, καταπλάσματος.