πολυσέλιδος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για έντυπο και για γραπτό κείμενο)
1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει πολλές σελίδες (α. «πολυσέλιδη εφημερίδα» β. «πολυσέλιδο άρθρο»)
2. συνεκδ. ογκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σέλιδος (< σελίδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο].