ποταμόχοιρος

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. είδος αγριόχοιρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. potamochoerus (< ποταμός + χοίρος)].