ποτιστικός
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν ποτίζω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πότισμα
2. αυτός διά μέσου του οποίου γίνεται το πότισμα («ποτιστικά εργαλεία»)
3. (για λαχανικά και καρποφόρα δέντρα) αυτός που χρειάζεται πότισμα για να αναπτυχθεί («ποτιστικές ντομάτες»)
4. (για καλλιεργήσιμη γη) αυτός που αρδεύεται («ποτιστικό χωράφι»)
5. το ουδ. ως ουσ. το ποτιστικό
ο λαχανόκηπος
6. φρ. «ποτιστική βροχή» — σιγανή και μακράς διάρκειας βροχή που ποτίζει τη γη σε βάθος.