πρακτορείο

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το γραφείο του πράκτορα καθώς και η οργανωμένη από αυτόν υπηρεσία που αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση ορισμένης φύσεως υποθέσεων άλλων επιχειρήσεων ή ατόμων ή και την παροχή υπηρεσιών γενικού ή ειδικού χαρακτήρα (α. «πρακτορείο ταξιδίων» β. «πρακτορείο εφημερίδων» γ. «πρακτορείο τύπου» δ. «πρακτορείο ειδήσεων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράκτωρ, -ορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν του Αγγ. Βλάχου].