πρηνιστής

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek Monolingual

ο, Ν
(ενν. μυς) ανατ. ονομασία δύο μυών του αντιβραχίου τών οποίων προορισμός είναι να προκαλούν την κίνηση πρηνισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρηνίζω. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πρηνισταί, μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].