προάνθρωπος
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
Greek Monolingual
ο, Ν
στον πληθ. οι προάνθρωποι
ανθρωπολ. απολιθωμένα πρωτεύοντα ενδιάμεσου τύπου μεταξύ πιθήκων και ανθρώπων, τα οποία μοιάζουν περισσότερο με ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proantropus (< προ- + άνθρωπος). Η λ., στον πληθ. προάνθρωποι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].