προάνθρωπος
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
Greek Monolingual
ο, Ν
στον πληθ. οι προάνθρωποι
ανθρωπολ. απολιθωμένα πρωτεύοντα ενδιάμεσου τύπου μεταξύ πιθήκων και ανθρώπων, τα οποία μοιάζουν περισσότερο με ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proantropus (< προ- + άνθρωπος). Η λ., στον πληθ. προάνθρωποι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].