προέστατε

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monotonic

προέστατε: Ιων. αντί -εστήκατε, βʹ πληθ. παρακ. του προΐστημι· προεστώς, μτχ.

Russian (Dvoretsky)

προέστᾰτε: или προεστέᾰτε ион. 2 л. pl. pf. к προΐστημι.