προαίσθημα

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. οτιδήποτε προαισθάνεται κανείς, η ασαφής αίσθηση ότι κάτι πρόκειται να συμβεῖ
2. ιατρ. το σύνολο τών αόριστων συμπτωμάτων τα οποία προαναγγέλλουν την προσβολή ενός ατόμου από μια νόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προαισθάνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ευστ. Α. Σίμο].