προανάκριση
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
προκαταρκτική ανάκριση που διενεργείται μετά από έγγραφη παραγγελία του εισαγγελέα από ανακριτικό υπάλληλο για βεβαίωση αξιόποινης πράξης, σε αντιδιαστολή προς την τακτική ανάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προανακρίνω. Η λ., στον λόγιο τ. προανάκρισις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].