προανάστασις

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source

German (Pape)

[Seite 707] ἡ, das Aufstehen vorher, Phot. bibl.

Greek (Liddell-Scott)

προανάστασις: -εως, ἡ, = πρώτη ἀνάστασις, Φωτ. Βιβλ. 288. 40.

Greek Monolingual

-άσεως, ή, Μ
η πρώτη ανάσταση.