προανθώ

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

-έω, Α ἀνθῶ
1. ανθίζω πριν από την εποχή μου («φαίνεται δὲ οὐδ' ἡ μηλέα προανθεῖν δι' ἰσχύν», Θεόφρ.)
2. ανθίζω πριν από την εμφάνιση τών φύλλων.