προανθώ

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

-έω, Α ἀνθῶ
1. ανθίζω πριν από την εποχή μου («φαίνεται δὲ οὐδ' ἡ μηλέα προανθεῖν δι' ἰσχύν», Θεόφρ.)
2. ανθίζω πριν από την εμφάνιση τών φύλλων.