προαποκαλύπτω
German (Pape)
[Seite 708] vorher aufdecken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προαποκᾰλύπτω: ἀποκαλύπτω, φανερώνω πρότερον, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 202.
Greek Monolingual
ΜΑ
αποκαλύπτω κάποιον ή κάτι προηγουμένως.
[Seite 708] vorher aufdecken, Sp.
προαποκᾰλύπτω: ἀποκαλύπτω, φανερώνω πρότερον, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 202.
ΜΑ
αποκαλύπτω κάποιον ή κάτι προηγουμένως.