προαποτελώ

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source

Greek Monolingual

-έω, Μ
κατορθώνω κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀποτελῶ «αποτελειώνω, εκτελώ»].