προεκλογικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που γίνεται ή αναφέρεται στον πριν από τις εκλογές χρόνο (α. «προεκλογική περίοδος» β. «προεκλογικός αγώνας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εκλογικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].