προεπιτίθεμαι
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
Med., attack first, Ph.2.120, Sch.E.Ph.726.
Greek (Liddell-Scott)
προεπιτίθεμαι: μέσ., ἐπιτίθεμαι πρῶτος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 726, Φίλων 2. 120.
Greek Monolingual
Α
επιτίθεμαι πρώτος.