προηγορία

English (LSJ)

ἡ, speaking in behalf of others, Luc.Pisc. 22.

German (Pape)

[Seite 723] ἡ, das Sprechen für Andere, die Fürsprache, Vertheidigung, Luc. pisc. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
plaidoyer pour autrui, défense de qqn.
Étymologie: προήγορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προηγορία -ας, ἡ [προήγορος] pleitbezorging:. τὴν προηγορίαν δέχου aanvaard de rol van pleiter Luc. 28.22.

Russian (Dvoretsky)

προηγορία: ἡ защитительная речь, тж. заступничество Luc.

Greek (Liddell-Scott)

προηγορία: ἡ, τὸ ἀγορεύειν ὑπὲρ ἄλλων, Λουκ. Ἁλ. 22.

Greek Monolingual

ἡ, Α προήγορος
το να μιλά κανείς στο δικαστήριο υπέρ κάποιου άλλου, η υπεράσπιση, η συνηγορία.

Greek Monotonic

προηγορία: ἡ, ομιλία υπεράσπισης άλλων, σε Λουκ.

Middle Liddell

προηγορία, ἡ,
a speaking in behalf of others, Luc.