προήγορος

From LSJ

σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προήγορος Medium diacritics: προήγορος Low diacritics: προήγορος Capitals: ΠΡΟΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: proḗgoros Transliteration B: proēgoros Transliteration C: proigoros Beta Code: proh/goros

English (LSJ)

ὁ, (ἀγορά)
A one who speaks in behalf of others, defender, advocate, LXX 2 Ma.7.2, Poll.2.126, Them.Or.26.326a, etc.; π. τῆς πατρίδος, τοῦ ἔθνους, OGI567.12 (Attalia, ii A.D.), 528.3 (Prusias, ii A.D.).
II Dor. προάγορος [ᾱ], a magistrate at Catana, Cic. Verr.4.23.50.

German (Pape)

[Seite 723] ὁ, der zuerst, vor Anderen od. für Andere Sprechende, der Anwalt, Vertheidiger, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
magistrat, à Catane.
Étymologie: πρό, ἀγορεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προήγορος -ου, ὁ [προαγορεύω] advocaat.

Greek Monolingual

δωρ. τ. προάγορος, ό, Α
1. αυτός που αγορεύει υπέρ άλλου στο δικαστήριο, συνήγορος, υπερασπιστής
2. (στον δωρ. τ.) ὁ προάγορος
ονομασία ενός άρχοντα στην Κατάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ, συν-ήγορος)].

Greek Monotonic

προήγορος: ὁ (ἀγορά), αυτός που μιλά υπέρ των άλλων, συνήγορος.

Greek (Liddell-Scott)

προήγορος: ὁ, (ἀγορά), ὁ ἀγορεύων ὑπὲρ ἄλλων, συνήγορος, ὑπερασπιστής, Πολυδ. Βϳ, 126, Θεμίστ. 326Α, κτλ. ΙΙ. Δωρ. προάγορος [ᾱ], ἄρχων τις ἐν Κατάνῃ, Cic. Verr. 4. 23.

Middle Liddell

προ-ήγορος, ὁ, ἀγορά
one who speaks in behalf of others, an advocate.

Translations

advocate

Albanian: avokat; Arabic: محامي‎, محامية‎; Armenian: փաստաբան, իրավաբան; Belarusian: адвакат; Bulgarian: адвокат, адвокатка; Catalan: advocat; Chechen: юрист; Crimean Tatar: advokat; Czech: obhájce, advokát, právník, právnička; Danish: advokat; Dutch: advocaat, advocate, verdediger, verdedigster; Esperanto: advokato; Finnish: puolestapuhuja; French: avocat, avocate; Galician: avogado, avogada; Georgian: ადვოკატი; German: Rechtsanwalt, Rechtsanwältin, Verteidiger; Greek: συνήγορος; Ancient Greek: ἀγοραῖος, ἀρωγός, δικαιολόγος, δικηγόρος, δικήγορος, δικογράφος, δικολέκτης, δικολόγος, δικοτέχνης, ἐκβιβαστής, ἔκδικος, ξύνδικος, ξυνήγορος, παράκλητος, πρόδικος, προήγορος, ῥητὴρ δικῶν, συνάγορος, σύνδικος, συνήγορος, σχολαστικός; Hebrew: סנגור‎; Ido: advokato; Indonesian: pengacara, advokat; Irish: abhcóide; Italian: avvocato, avvocata; Khmer: ស្មាក្ដី; Ladin: aucat; Latin: cognitor, advocatus; Macedonian: адвокат; Malayalam: വക്കീല്, അഭിഭാഷകന്; Maltese: avukat, avukatessa; Maori: kaitautoko; Middle English: oratour; Polish: adwokat, adwokatka, obrońca; Portuguese: advogado, advogada; Russian: адвокат, защитник, защитница; Slovene: zagovornik, zagovornica; Spanish: abogado, abogada; Swedish: advokat; Tagalog: abogado; Tamil: வக்கீல்; Tocharian B: weñmo; Volapük: lavogan, hilavogan, jilavogan